- πλησιάζετε
- πλησιάζωbring nearpres imperat act 2nd plπλησιάζωbring nearpres ind act 2nd plπλησιάζωbring nearimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φουρνέλο — το, Ν 1. σκαφίδι μαγειρικής εστίας από χυτοσίδηρο με σχάρα, όπου καίγονται τα κάρβουνα 2. οπή σε βράχο που τήν γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη 3. φρ. α) «βάζω φουρνέλο» μτφ. υπονομεύω, υποσκάπτω κάποιον ή κάτι β) «βάρδα φουρνέλο» i) μην… … Dictionary of Greek
πανουκλιάζω — πανούκλιασα, πανουκλιασμένος, παθαίνω πανούκλα: Μην τον πλησιάζετε, είναι πανουκλιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)